καλεσάνδρα

καλεσάνδρα
καλεσάνδρα, ἡ (Α)
πάπ. (επίθ. τής αρκούδας) αυτή που καλεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καλεσ- τού καλῶ (πρβλ. καλέσ-ω) + ἀνήρ, ἀνδρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”